- ζεσελαιοπαγής
- ζεσελαιοπᾰγής, ές,A cooked in boiling oil, Philox.3.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζεσελαιοπαγής — ζεσελαιοπαγής, ές (Α) (κωμ. επίθ. για πλακούντα, για πίτα) μαγειρεμένος σε λάδι που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + παγής (< πήγνυμι) πρβλ. ξυλο παγής, συμ παγής] … Dictionary of Greek
ζεσελαιοπαγῆ — ζεσελαιοπαγής cooked in boiling oil neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζεσελαιοπαγής cooked in boiling oil masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζεσελαιοπαγής cooked in boiling oil masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)